απουλιανός

απουλιανός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την Απουλία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Απουλία — (Puglia). Διοικητικό διαμέρισμα (19.347 τ. χλμ., 3.983.487 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, της oποίας καταλαμβάνει το νοτιότατο άκρο, με πρωτεύουσα το Μπάρι. (312.200 κάτ.). Στα Ν και ΝΑ βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος και συνορεύει στα ΒΔ με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”